πολωνέζικος
Смотреть что такое "πολωνέζικος" в других словарях:
πολωνέζικος — η, ο, Ν [πολωνέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πολωνία ή στους Πολωνούς, πολωνικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολωνέζικα η πολωνική γλώσσα … Dictionary of Greek
πολωνέζικος — η, ο βλ. πολωνικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)