πολωνέζικος

πολωνέζικος
η , ο см. πολωνικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πολωνέζικος" в других словарях:

  • πολωνέζικος — η, ο, Ν [πολωνέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πολωνία ή στους Πολωνούς, πολωνικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολωνέζικα η πολωνική γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • πολωνέζικος — η, ο βλ. πολωνικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»